Ένα από τα πιο γνωστά και εξαγώγιμα προϊόντα της Σρι Λάνκα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το τσάι. Το περίφημο τσάι Κεϋλάνης με την ονομασία προέλευσης θεωρείται καλής ποιότητας αφέψημα, αν και ουσιαστικά δεν πρόκειται για ένα προϊόν αλλά για διάφορες παραλλαγές και γεύσεις.
Το τσάι καλλιεργήθηκε πρώτη φορά στην Κεϋλάνη λιγότερο από 200 χρόνια πριν, όταν ένας μύκητας κατέστρεψε τις καλλιέργειες καφέ σε όλο το νησί. Ένας Σκωτσέζος κάτοικος Κεϋλάνης, ο James Taylor, είχε την ιδέα να καλλιεργηθεί το φυτό του τσαγιού. Σύντομα, η καλλιέργεια επεκτάθηκε σε διάφορες περιοχές του νησιού. Λόγω των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν στη Σρι Λάνκα, το φυτό δίνει διαφορετικές γεύσεις, ενώ οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται εμπλουτίζονται. Γενικότερα, το τσάι Κεϋλάνης χαρακτηρίζεται από το υψόμετρο στο οποίο καλλιεργείται. Η υγρασία και η ζέστη βοηθούν στην ανάπτυξη του φυτού, ενώ καλύτερες ποικιλίες θεωρούνται αυτές που αναπτύσσονται σε υψόμετρο άνω των 2100 ποδιών. Οι κυριότερες παραγωγές περιοχές είναι στο κέντρο του νησιού, γύρω από την περιφέρεια του Κάντι.
Αρκετές από τις φυτείες και τα εργοστάσια είναι επισκέψιμα. Τα περισσότερα ταξιδιωτικά προγράμματα περιλαμβάνουν επίσκεψη σε εργοστάσιο και φυτεία – συνήθως τα εργοστάσια είναι μέσα στις φυτείες, καθώς διευκολύνεται η μεταφορά των φύλλων τσαγιού που έχουν μόλις συλλεχθεί. Η φύτευση γίνεται σε γραμμές και συστάδες ακολουθώντας την κλίση του εδάφους. Η συλλογή γίνεται με το χέρι, κατά κύριο λόγο από γυναίκες.
Η αναλογία είναι 2 φύλλα και 1 μπουμπούκι που περιέχουν τα αρώματα και κορφολογούνται – μαζεύονται σε καλάθι που είναι τοποθετημένο στην πλάτη. Κατόπιν, τα φύλλα ζυγίζονται και πηγαίνουν στο εργοστάσιο. Εμείς επισκεφτήκαμε το Geragama Tea Factory, λίγο πιο έξω από το Κάντι και την Peradeniya.
Εκεί αρχικά χωρίζονται τα φύλλα και τα μπουμπούκια από τις λοιπές προσμίξεις. Αρχικά γίνεται αφύγρανση για να φύγει η περιττή υγρασία.
Κατόπιν ξεκινούν φυσικές διαδικασίες οξείδωσης, αφού τα φύλλα έχουν απλωθεί να ξεραθούν για να δώσουν τα αρώματα. Ανάλογα με τη φάση οξείδωσης προέρχεται και το αντίστοιχο χρώμα και άρωμα του τσαγιού – όσο κι αν φαίνεται περίεργο πράσινο και μαύρο τσάι προέρχονται από το ίδιο φυτό.
Για παράδειγμα το πράσινο είναι το λιγότερο κατεργασμένο, ενώ το μαύρο έχει υποστεί περισσότερη οξείδωση. Σε γενικές γραμμές η διαδικασία δεν περιλαμβάνει χημικές ή άλλες προσμίξεις, τουλάχιστον όσον αφορά στα τσάγια ποικιλίας. Στα βιομηχανοποιημένα η διαδικασία είναι κάπως διαφορετική. Σημαντικό ρόλο, λοιπόν, στην όλη διαδικασία παίζουν η υγρασία των φύλλων και της ατμόσφαιρας, καθώς και η ζέστη (φυσική και τεχνητή) που ολοκληρώνουν την οξείδωση.
Μετά το τέλος της ξενάγησης στα εργοστάσια, ακολουθεί η επίσκεψη στο πωλητήριο, όπου συνήθως προσφέρεται ένα ποτήρι τσάι για δοκιμή. Καλό είναι να αντισταθεί κανείς στην παρόρμηση να αγοράσει επιτόπου, καθώς οι τιμές είναι συνήθως πιο τσιμπημένες.
Πιο οικονομικές τιμές και περισσότερο αυθεντικά τσάγια θα βρει κανείς στα τοπικά supermarkets. Αποφύγετε τις γνωστές μάρκες που ξέρουμε και στην Ευρώπη και δοκιμάστε κάποιες περισσότερες αυθεντικές. Όσα είναι σε φακελάκια είναι συνήθως περισσότερο βιομηχανοποιημένα, ενώ τα χύμα μεν αλλά σε συσκευασίες δε είναι πιο αυθεντικά. Η όλη εμπειρία αξίζει πάντως, ειδικά σε όσους τους αρέσει το τσάι ως ρόφημα. Μην ξεχνάμε ότι το τσάι έχει ευεργετικές ιδιότητες για τον οργανισμό, προσφέρει ευεξία και χαλάρωση. Σε πολλές χώρες του κόσμου το τσάι προτιμάται σε σχέση με τον καφέ – τα δύο αυτά ροφήματα “κονταροχτυπιούνται” μεταξύ τους για το ρόφημα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση σε παγκόσμιο επίπεδο.